τραβηχτός

τραβηχτός
-ή, -ό, Ν [τραβώ]
1. τεντωμένος
2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση
3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτή
η υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό
4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτό
το σχοινί με το οποίο ένα ζώο σύρει όχημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραβηχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. τραβηγμένος, τεντωμένος: Τραβηχτό ράψιμο. 2. το ουδ. ως ουσ., τραβηχτό, το λουρί ή σκοινί με το οποίο το ζώο τραβά το κάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβηχτικός — και τραβηκτικός, ή, ό, Ν [τραβηχτός] 1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική η συναλλαγματική 3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα τμηματικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”