- τραβηχτός
- -ή, -ό, Ν [τραβώ]1. τεντωμένος2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτήη υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτότο σχοινί με το οποίο ένα ζώο σύρει όχημα.
Dictionary of Greek. 2013.